- απερωτος
- ἀπέρωτοςἀπ-έρωτος2не любящий
ἔρως ἀ. Aesch. — не настоящая любовь
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἔρως ἀ. Aesch. — не настоящая любовь
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απέρωτος — ἀπέρωτος, ον (Α) ο χωρίς έρωτα, δυσάρεστος («άπέρωτος ἔρως») (πρβλ. «γάμος ἄγαμος», Αισχύλος) … Dictionary of Greek
ἀπέρωτος — loveless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανικώ — άω, Α κατανικώ, υποδουλώνω, υποτάσσω («θηλυκρατὴς ἀπέρωτος ἔρως παρανικᾷ κνωδάλων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek